Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τουρμπουλές
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
τουρμπουλ
ές
οι
τουρμπουλ
έδες
γενική
του
τουρμπουλ
έ
των
τουρμπουλ
έδων
αιτιατική
τον
τουρμπουλ
έ
τους
τουρμπουλ
έδες
κλητική
τουρμπουλ
έ
τουρμπουλ
έδες
Κατηγορία
όπως «
καφές
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
τουρμπουλές
<
γαλλική
triboulet
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τουρμπουλές
αρσενικό
άλλη γραφή του
τουρμπουλέ