τουρμπουλέ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τουρμπουλέ ουδέτερο άκλιτο
- εργαλείο μέτρησης μεγέθους δαχτυλιδιών
Άλλες μορφές επεξεργασία
- τουρμπουλές (ελληνοποιημένο)
- τριμπουλέ / τριμπουλές
- τρουμπουλές
τουρμπουλέ ουδέτερο άκλιτο