Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τουρκόπουλο τα τουρκόπουλα
      γενική του τουρκόπουλου των τουρκόπουλων
    αιτιατική το τουρκόπουλο τα τουρκόπουλα
     κλητική τουρκόπουλο τουρκόπουλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τουρκόπουλο < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τουρκόπουλο ουδέτερο

  • (οικείο) ο μικρός Τούρκος
    ※  Το παιδί του στάβλου ήταν Τουρκόπουλο, εξόριστη η μάνα του, κρεμασμένος ο πατέρας του από τον Κεμάλ, μεγάλωσε στο σπίτι μας. (Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ (1988) Από την άλλη όχθη του χρόνου [μυθιστόρημα])

  Μεταφράσεις επεξεργασία