Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τοποφιλία οι τοποφιλίες
      γενική της τοποφιλίας των τοποφιλιών
    αιτιατική την τοποφιλία τις τοποφιλίες
     κλητική τοποφιλία τοποφιλίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τοποφιλία < τόπ(ος) + -ο- + -φιλία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τοποφιλία θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία