τονοσκόπιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τονοσκόπιο | τα | τονοσκόπια |
γενική | του | τονοσκόπιου & τονοσκοπίου |
των | τονοσκόπιων & τονοσκοπίων |
αιτιατική | το | τονοσκόπιο | τα | τονοσκόπια |
κλητική | τονοσκόπιο | τονοσκόπια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τονοσκόπιο ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
τονοσκόπιο
|