καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τονικότης αἱ τονικότητες
      γενική τῆς τονικότητος τῶν τονικοτήτων
      δοτική τῇ τονικότητι ταῖς τονικότησι(ν)
    αιτιατική τὴν τονικότητα τὰς τονικότητας
     κλητική ! τονικότης τονικότητες
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τονικότης (μαρτυρείται από το 1847) σε κείμενο του Ιωάννη Πύρλα [1][2] < τονικ(ός) + -ότης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τονικότης, -ητος θηλυκό

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 999, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  2. τονικότητα (1847) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)