Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τηλεπαίκτης οι τηλεπαίκτες
      γενική του τηλεπαίκτη των τηλεπαικτών
    αιτιατική τον τηλεπαίκτη τους τηλεπαίκτες
     κλητική τηλεπαίκτη τηλεπαίκτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τηλεπαίκτης < τηλε- + παίκτης

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ti.leˈpe.ktis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τη‐λε‐παί‐κτης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τηλεπαίκτης αρσενικό

  • (νεολογισμός) ο συμμετέχων παίκτης σε τηλεπαιχνίδι
    ※  Μια ερώτηση σε τηλεπαιχνίδι, που σίγουρα θα προκαλούσε την «εκδίκηση της ξανθιάς», θα ήταν: «Τι είναι τα διάτομα;». Ο λόγος είναι ότι τα συγκεκριμένα μυστηριώδη πλάσματα δεν είναι διόλου διάσημα. Αν μάλιστα ο τυχών τηλεπαίκτης τυχόν γνώριζε και απαντούσε εύστοχα «Φυτοπλαγκτόν» , σίγουρα πολλοί θα έμεναν με το στόμα ανοιχτό. (Τάσος Καφαντάρης, Φωτοβολταϊκά από… φυτοπλαγκτόν, Το Βήμα, 26 Απριλίου 2009)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr