τηλεμηχανική
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τηλεμηχανική < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική telemechanics < αρχαία ελληνική τηλε- + μηχανή
Ουσιαστικό
επεξεργασίατηλεμηχανική θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία τηλεμηχανική
τηλεμηχανική θηλυκό