τηλεειδοποιητής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τηλεειδοποιητής < τηλεειδοποίη(ση) + -της
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ti.le.i.ðo.pi.iˈtis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τη‐λε‐ει‐δο‐ποι‐η‐τής
Ουσιαστικό
επεξεργασίατηλεειδοποιητής αρσενικό
- (νεολογισμός) συσκευή που πραγματοποιεί τηλεειδοποίηση
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr