τηλεγραφητής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τηλεγραφητής < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίατηλεγραφητής αρσενικό (θηλυκό τηλεγραφίστρια)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη τηλέγραφος
Μεταφράσεις
επεξεργασία τηλεγραφητής