Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ασυρματιστής
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
ασυρματιστ
ής
οι
ασυρματιστ
ές
γενική
του
ασυρματιστ
ή
των
ασυρματιστ
ών
αιτιατική
τον
ασυρματιστ
ή
τους
ασυρματιστ
ές
κλητική
ασυρματιστ
ή
ασυρματιστ
ές
Κατηγορία
όπως «
ποιητής
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ασυρματιστής
<
ασύρματος
(συσκευή)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ασυρματιστής
αρσενικό
(
θηλυκό
ασυρματίστρια
)
(
επάγγελμα
) χειριστής
ασύρματου
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ασυρματιστής
γαλλικά
:
opérateur
(fr)
radio
(fr)
γερμανικά
:
Funker
(de)