τζαμτζής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατζαμτζής αρσενικό
- (επάγγελμα) τεχνίτης που κόβει, πουλά ή τοποθετεί τζάμια σε πόρτες, παράθυρα και φωταγωγούς
- τεχνίτης που κατασκευάζει τζαμόπορτες και τζαμαρίες
- ιδιοκτήτης τζαμάδικου
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τζαμτζής
|