τζαμπάζης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τζαμπάζης < περσικής προέλευσης[1] → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τζαμπάζης αρσενικό
- (παρωχημένο, επάγγελμα) μεταπωλητής αλόγων, μουλαριών και γαϊδουριών[1]
- (παρωχημένο, επάγγελμα) ακροβάτης, σχοινοβάτης[2]
- (παρωχημένο, επάγγελμα) θηριοδαμαστής[3]
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ 1,0 1,1 Αρχείον Ευβοϊκών Μελετών, τόμος 31, 1995, σελ. 220
- ↑ Γιάκωβος Σ Διζικιρίκης, Να ξετουρκέψουμε τη γλώσσα μας: δοκίμιο για την απαλλαγή της νεοελληνικής από τις λέξεις που έχουνε τούρκικη προέλευση, εκδ. Άγκυρα, 1975, σελ. 67
- ↑ Γεώργιος Δ. Παπαιωάννου, Θησαυρός λέξεων, λεξικό της δημοτικής, τόμος 2, σελ 85, 1979