Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τεχνογραφία οι τεχνογραφίες
      γενική της τεχνογραφίας των τεχνογραφιών
    αιτιατική την τεχνογραφία τις τεχνογραφίες
     κλητική τεχνογραφία τεχνογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τεχνογραφία < τέχν(η) + -ο- + -γραφία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τεχνογραφία θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία