καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τεχνικότης αἱ τεχνικότητες
      γενική τῆς τεχνικότητος τῶν τεχνικοτήτων
      δοτική τῇ τεχνικότητι ταῖς τεχνικότησι(ν)
    αιτιατική τὴν τεχνικότητα τὰς τεχνικότητας
     κλητική ! τεχνικότης τεχνικότητες
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τεχνικότης (μαρτυρείται από το 1887) [1] < τεχνικ(ός) + -ότης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τεχνικότης, -ητος θηλυκό

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 991, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου