Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τεχνικότητα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
τεχνικότητ
α
οι
τεχνικότητ
ες
γενική
της
τεχνικότητ
ας
των
τεχνικοτήτ
ων
αιτιατική
την
τεχνικότητ
α
τις
τεχνικότητ
ες
κλητική
τεχνικότητ
α
τεχνικότητ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
τεχνικότητα
<
τεχνικός
+
-ότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τεχνικότητα
θηλυκό
τα
τεχνικά
χαρακτηριστικά
ενός
έργου
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τεχνικότητα
ισπανικά
:
tecnicidad
(es)
πολωνικά
:
techniczność
(pl)