Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τεχνίτρια
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
τεχνίτρι
α
οι
τεχνίτρι
ες
γενική
της
τεχνίτρι
ας
των
τεχνιτρι
ών
αιτιατική
την
τεχνίτρι
α
τις
τεχνίτρι
ες
κλητική
τεχνίτρι
α
τεχνίτρι
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
τεχνίτρια
<
τεχνίτης
+
-τρια
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τεχνίτρια
θηλυκό
(
επάγγελμα
) →
δείτε
τη λέξη
τεχνίτης
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τεχνίτρια
αγγλικά
:
craftswoman
(en)
γαλλικά
:
artisane
(fr)
,
technicienne
(fr)