Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τετραχορδία οι τετραχορδίες
      γενική της τετραχορδίας των τετραχορδιών
    αιτιατική την τετραχορδία τις τετραχορδίες
     κλητική τετραχορδία τετραχορδίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τετραχορδία < τετρα- + χορδή + -ία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τετραχορδία θηλυκό

  1. ομάδα τεσσάρων χορδών
  2. μουσική αρμονία από τέσσερις χορδές
  3. η ιδιότητα του τετράχορδου μουσικού οργάνου

  Μεταφράσεις επεξεργασία