Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τετραφθοροξένο τα τετραφθοροξένα
      γενική του τετραφθοροξένου
τετραφθοροξένου
των τετραφθοροξένων
    αιτιατική το τετραφθοροξένο τα τετραφθοροξένα
     κλητική τετραφθοροξένο τετραφθοροξένα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τετραφθοροξένο < τετραφθορο- + ξένο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τετραφθοροξένο ουδέτερο

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία