τετραφθοροδιάζωτο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τετραφθοροδιάζωτο < τετραφθορο- + διάζωτο
Ουσιαστικό επεξεργασία
τετραφθοροδιάζωτο ουδέτερο
- (χημεία): ανόργανη χημική ένωση, τετραφθοροπαράγωγο του διαζώτου, όπου και η ορθότερη ονομασία της είναι τετραφθοριούχο διάζωτο
Συνώνυμα επεξεργασία
- τετραφθοριωμένο διάζωτο
- τετραφθόριο του διαζώτου
- τετραφθορίδιο του διαζώτου
Μεταφράσεις επεξεργασία
τετραφθοροδιάζωτο
|