↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τετραφθορίωση οι τετραφθοριώσεις
      γενική της τετραφθορίωσης* των τετραφθοριώσεων
    αιτιατική την τετραφθορίωση τις τετραφθοριώσεις
     κλητική τετραφθορίωση τετραφθοριώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, τετραφθοριώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τετραφθορίωση < τετρα- + φθορίωση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τετραφθορίωση θηλυκό

Παράγωγα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία