Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τετραπετάλουδο τα τετραπετάλουδα
      γενική του τετραπετάλουδου των τετραπετάλουδων
    αιτιατική το τετραπετάλουδο τα τετραπετάλουδα
     κλητική τετραπετάλουδο τετραπετάλουδα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τετραπετάλουδο < τετρα- + πεταλούδα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τετραπετάλουδο ουδέτερο,

  • (τεχνολογία) μηχανικό εξάρτημα ελέγχου εισαγωγής αέρα τετρακύλινδρων μηχανών με το οποίο αυξάνονται οι εργοστασιακές επιδόσεις τους

  Μεταφράσεις επεξεργασία