τετραπετάλουδο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τετραπετάλουδο ουδέτερο,
- (τεχνολογία) μηχανικό εξάρτημα ελέγχου εισαγωγής αέρα τετρακύλινδρων μηχανών με το οποίο αυξάνονται οι εργοστασιακές επιδόσεις τους
Μεταφράσεις επεξεργασία
τετραπετάλουδο
|