Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τετρανιτρομεθυλανιλίνη οι τετρανιτρομεθυλανιλίνες
      γενική της τετρανιτρομεθυλανιλίνης των τετρανιτρομεθυλανιλινών
    αιτιατική την τετρανιτρομεθυλανιλίνη τις τετρανιτρομεθυλανιλίνες
     κλητική τετρανιτρομεθυλανιλίνη τετρανιτρομεθυλανιλίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τετρανιτρομεθυλανιλίνη < τετρα- + νιτρομεθυλανιλίνη ή αζωτομεθυλανιλίνη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τετρανιτρομεθυλανιλίνη θηλυκό,

  1. (χημεία): χημική ένωση τετρανιτρωμένης αζωτομεθυλανιλίνης, πρόκειται για εκρηκτική ουσία περισσότερο γνωστή με το όνομα τετρύλη
  2. νιτρωμένη διμεθυλανιλίνη

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία