τετρανιτρομεθάνιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τετρανιτρομεθάνιο < τετράνιτρο + μεθάνιο
Ουσιαστικό επεξεργασία
τετρανιτρομεθάνιο ουδέτερο,
- (χημεία): τετρανιτρωμένο μεθάνιο το μόριο του οποίου συνδέεται με ένα άτομο άνθρακα.
- το τετρανιτρομεθάνιο είναι άκυκλη οργανική χημική ένωση, σε υγρή μορφή ιδιαίτερα οξειδωτική που χρησιμοποιείται κυρίως ως αντιδραστήριο στην ανίχνευση διπλού δεσμού των αλκενίων
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
τετρανιτρομεθάνιο
|