τετραμεθυλομεθάνιο
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
τετραμεθυλομεθάνιο ουδέτερο
- (χημεία), (βιοχημεία): οργανική χημική ένωση, παράγωγη του πετρελαίου, περισσότερο γνωστή με το όνομα νεοπεντάνιο
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
τετραμεθυλομεθάνιο