Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τετραμεθυλοβενζόλιο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
τετραμεθυλοβενζόλι
ο
τα
τετραμεθυλοβενζόλι
α
γενική
του
τετραμεθυλοβενζολί
ου
&
τετραμεθυλοβενζόλι
ου
των
τετραμεθυλοβενζολί
ων
αιτιατική
το
τετραμεθυλοβενζόλι
ο
τα
τετραμεθυλοβενζόλι
α
κλητική
τετραμεθυλοβενζόλι
ο
τετραμεθυλοβενζόλι
α
Κατηγορία
όπως «
πρόσωπο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
τετραμεθυλοβενζόλιο
<
τετρα-
+
μεθυλο-
+
βενζόλιο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τετραμεθυλοβενζόλιο
ουδέτερο
(
χημεία
) χημική ένωση περισσότερο γνωστή με το όνομα
δουρόλιο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τετραμεθυλοβενζόλιο