Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τετρακάλιο τα τετρακάλια
      γενική του τετρακαλίου
τετρακάλιου
των τετρακαλίων
    αιτιατική το τετρακάλιο τα τετρακάλια
     κλητική τετρακάλιο τετρακάλια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τετρακάλιο < τετρα- + κάλιο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τετρακάλιο ουδέτερο

  1. (χημεία): ομάδα τεσσάρων ατόμων καλίου από την οποία και λαμβάνεται ως πρώτο ή δεύτερο προσδιοριστικό όνομα μια χημική ένωση
    πυροφωσφορικό τετρακάλιο

  Μεταφράσεις επεξεργασία