Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τετραζόλιο τα τετραζόλια
      γενική του τετραζολίου
τετραζόλιου
των τετραζολίων
    αιτιατική το τετραζόλιο τα τετραζόλια
     κλητική τετραζόλιο τετραζόλια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τετραζόλιο < τετρα- + αζωτο + -όλη + -ιο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τετραζόλιο ουδέτερο

  1. (χημεία): αζωτούχα οργανική χημική ένωση που παρασκευάζεται από το υδραζωτικό οξύ υπό την επίδραση υδροκυανίου
    το τετραζόλιο και παράγωγά του χρησιμοποιούνται στη φαρμακευτική και παραγωγή χρωμάτων

  Μεταφράσεις επεξεργασία