τετραζόλιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τετραζόλιο ουδέτερο
- (χημεία): αζωτούχα οργανική χημική ένωση που παρασκευάζεται από το υδραζωτικό οξύ υπό την επίδραση υδροκυανίου
- το τετραζόλιο και παράγωγά του χρησιμοποιούνται στη φαρμακευτική και παραγωγή χρωμάτων
Μεταφράσεις επεξεργασία
τετραζόλιο
|