τετραγυνία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατετραγυνία θηλυκό
- (βοτανική): η κατάσταση ανθέων που φέρουν τέσσερις υπέρους, τέσσερις στύλους, ή στίγματα
Μεταφράσεις
επεξεργασία τετραγυνία
|
τετραγυνία θηλυκό
|