↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τετραγυνία οι τετραγυνίες
      γενική της τετραγυνίας των τετραγυνιών
    αιτιατική την τετραγυνία τις τετραγυνίες
     κλητική τετραγυνία τετραγυνίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τετραγυνία < τετρα- + γυνή + -ία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τετραγυνία θηλυκό

  • (βοτανική): η κατάσταση ανθέων που φέρουν τέσσερις υπέρους, τέσσερις στύλους, ή στίγματα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία