τετρααρσενικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατετρααρσενικό ουδέτερο
- (χημεία): αλλότροπο του στοιχείου αρσενικό όπου παρουσιάζεται ως μόριο με τέσσερα άτομα σε τετραεδρική δομή και με χημικό τύπο As4
- το τετραρσενικό είναι περισσότερο γνωστό με το όνομα κίτρινο του αρσενικού.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τετρααρσενικό
|