τετράφυλλο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τετράφυλλο | τα | τετράφυλλα |
γενική | του | τετράφυλλου & τετραφύλλου |
των | τετράφυλλων & τετραφύλλων |
αιτιατική | το | τετράφυλλο | τα | τετράφυλλα |
κλητική | τετράφυλλο | τετράφυλλα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τετράφυλλο ουδέτερο
- (βοτανική): σύνθετο φύλλο που καταλήγει σε τέσσερα επιμέρους φύλλα
- (γεωμετρία) γεωμετρικό σχήμα από τέσσερα ελλειψοειδή φύλλα σε σταυροειδή διάταξη
Μεταφράσεις επεξεργασία
τετράφυλλο
|