• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

τερηδόνα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  προσχέδιο λήμματος: μπορείτε να βοηθήσετε επεκτείνοντάς το λήμμα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τερηδόνα οι τερηδόνες
      γενική της τερηδόνας των τερηδόνων
    αιτιατική την τερηδόνα τις τερηδόνες
     κλητική τερηδόνα τερηδόνες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

τερηδόνα < αρχαία ελληνική τερηδών

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

τερηδόνα θηλυκό

  • πάθηση που διαβρώνει τα δόντια

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    τερηδόνα
  • αγγλικά : tooth decay (en), caries (en)
  • γαλλικά : carie dentaire (fr)
  • πολωνικά : próchnica zębów (pl)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=τερηδόνα&oldid=5519288"
Τελευταία επεξεργασία στις 4 Φεβρουαρίου 2022, στις 07:11
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 4 Φεβρουαρίου 2022, στις 07:11.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie