Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τερηδόνα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
τερηδόν
α
οι
τερηδόν
ες
γενική
της
τερηδόν
ας
των
τερηδόν
ων
αιτιατική
την
τερηδόν
α
τις
τερηδόν
ες
κλητική
τερηδόν
α
τερηδόν
ες
Κατηγορία
όπως «
ελπίδα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
τερηδόνα
<
αρχαία ελληνική
τερηδών
Ο τρόπος δράσης της
τερηδόνας
.
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τερηδόνα
θηλυκό
πάθηση που
διαβρώνει
τα δόντια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τερηδόνα
αγγλικά
:
tooth decay
(en)
,
caries
(en)
γαλλικά
:
carie dentaire
(fr)
πολωνικά
:
próchnica zębów
(pl)