Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τελετάρχης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
τελετάρχ
ης
οι
τελετάρχ
ες
γενική
του
τελετάρχ
η
των
τελεταρχ
ών
αιτιατική
τον
τελετάρχ
η
τους
τελετάρχ
ες
κλητική
τελετάρχ
η
τελετάρχ
ες
Κατηγορία
όπως «
ναύτης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
τελετάρχης
<
τελετή
+
-άρχης
(<
άρχω
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τελετάρχης
αρσενικό
(
επάγγελμα
) αυτός που έχει το γενικό
πρόσταγμα
σε μια
τελετή
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τελετάρχης
γαλλικά
:
ordonnateur
(fr)
de
cérémonie
(fr)