Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ταχυθερμοσίφωνας οι ταχυθερμοσίφωνες
      γενική του ταχυθερμοσίφωνα των ταχυθερμοσιφώνων
    αιτιατική τον ταχυθερμοσίφωνα τους ταχυθερμοσίφωνες
     κλητική ταχυθερμοσίφωνα ταχυθερμοσίφωνες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ταχυθερμοσίφωνας < ταχυ- + θερμοσίφωνας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ταχυθερμοσίφωνας αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία