ταχυθερμοσίφωνας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ταχυθερμοσίφωνας < ταχυ- + θερμοσίφωνας
Ουσιαστικό επεξεργασία
ταχυθερμοσίφωνας αρσενικό
Πηγές επεξεργασία
- ταχυθερμοσίφωνας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεταφράσεις επεξεργασία
ταχυθερμοσίφωνας
|