Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ταφόπετρα οι ταφόπετρες
      γενική της ταφόπετρας
    αιτιατική την ταφόπετρα τις ταφόπετρες
     κλητική ταφόπετρα ταφόπετρες
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ταφόπετρα < τάφ(ος) + -ό- + πέτρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ταφόπετρα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία