ταφόπετρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαταφόπετρα θηλυκό
- συνώνυμο του ταφόπλακα
- ※ Ἡ πολεμικὴ κραυγὴ τῶν βουνίσιων Σκοτσέζων: «Πολέμα μὲ λύσσα, δέχου τὸ θάνατο μὲ χαρά», ἀνέβαινε ἀπ’ ὅλες τοῦτες τὶς ἐγγλέζικες ταφόπετρες ποῦ πατοῦσα στοὺς ἐκκλησιαστικοὺς αὐλόγυρους καὶ ποῦ σκέπαζαν σὰ σκουτάρια τοὺς μεγάλους πολεμιστὲς τῆς ἀνθρώπινης χίμαιρας.
- Νίκος Καζαντζάκης, Ταξιδεύοντας: Αγγλία, 1939
- ※ Ἡ πολεμικὴ κραυγὴ τῶν βουνίσιων Σκοτσέζων: «Πολέμα μὲ λύσσα, δέχου τὸ θάνατο μὲ χαρά», ἀνέβαινε ἀπ’ ὅλες τοῦτες τὶς ἐγγλέζικες ταφόπετρες ποῦ πατοῦσα στοὺς ἐκκλησιαστικοὺς αὐλόγυρους καὶ ποῦ σκέπαζαν σὰ σκουτάρια τοὺς μεγάλους πολεμιστὲς τῆς ἀνθρώπινης χίμαιρας.
Μεταφράσεις
επεξεργασία ταφόπετρα
|
Πηγές
επεξεργασία- ταφόπετρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)