↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ταφόπετρα οι ταφόπετρες
      γενική της ταφόπετρας
    αιτιατική την ταφόπετρα τις ταφόπετρες
     κλητική ταφόπετρα ταφόπετρες
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ταφόπετρα < τάφ(ος) + -ό- + πέτρα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ταφόπετρα θηλυκό

  • συνώνυμο του ταφόπλακα
    ※  Ἡ πολεμικὴ κραυγὴ τῶν βουνίσιων Σκοτσέζων: «Πολέμα μὲ λύσσα, δέχου τὸ θάνατο μὲ χαρά», ἀνέβαινε ἀπ’ ὅλες τοῦτες τὶς ἐγγλέζικες ταφόπετρες ποῦ πατοῦσα στοὺς ἐκκλησιαστικοὺς αὐλόγυρους καὶ ποῦ σκέπαζαν σὰ σκουτάρια τοὺς μεγάλους πολεμιστὲς τῆς ἀνθρώπινης χίμαιρας.
    Νίκος Καζαντζάκης, Ταξιδεύοντας: Αγγλία, 1939

  Μεταφράσεις

επεξεργασία