ταυριάρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαταυριάρης αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ταύρος
Μεταφράσεις
επεξεργασία ταυριάρης
|
Πηγές
επεξεργασία- ταυριάρης σελ.7116 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)