↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ταυριάρης οι ταυριάρηδες
ταυριαραίοι
      γενική του ταυριάρη των ταυριάρηδων
ταυριαραίων
    αιτιατική τον ταυριάρη τους ταυριάρηδες
ταυριαραίους
     κλητική ταυριάρη ταυριάρηδες
ταυριαραίοι
Κατηγορία όπως «νοικοκύρης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ταυριάρης < ταύρ(ος) + -ιάρης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ταυριάρης αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία