Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ταγκάρισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
ταγκάρισμα
τα
ταγκαρίσμα
τ
α
γενική
του
ταγκαρίσμα
τ
ος
των
ταγκαρισμά
τ
ων
αιτιατική
το
ταγκάρισμα
τα
ταγκαρίσμα
τ
α
κλητική
ταγκάρισμα
ταγκαρίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ταγκάρισμα
<
ταγκάρ(ω)
+
-ισμα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ταγκάρισμα
ουδέτερο
(
νεολογισμός
) το αποτέλεσμα ή η ενέργεια του
ταγκάρω
≈
συνώνυμα
:
αναφορά
Συγγενικά
επεξεργασία
ταγκαρισμένος
ταγκάρω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ταγκάρισμα
αγγλικά
:
tagging
(en)