ταγκάρω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
ταγκάρω (παθητική φωνή ταγκάρομαι)
- (νεολογισμός) προσθέτω μια ετικέτα σε μια ανάρτηση σε ένα κοινωνικό δίκτυο
Συγγενικά επεξεργασία
Κλίση επεξεργασία
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
---|---|---|---|---|---|---|
α' ενικ. | ταγκάρω | τάγκαρα | θα ταγκάρω | να ταγκάρω | ταγκάροντας | |
β' ενικ. | ταγκάρεις | τάγκαρες | θα ταγκάρεις | να ταγκάρεις | τάγκαρε | |
γ' ενικ. | ταγκάρει | τάγκαρε | θα ταγκάρει | να ταγκάρει | ||
α' πληθ. | ταγκάρουμε | ταγκάραμε | θα ταγκάρουμε | να ταγκάρουμε | ||
β' πληθ. | ταγκάρετε | ταγκάρατε | θα ταγκάρετε | να ταγκάρετε | ταγκάρετε | |
γ' πληθ. | ταγκάρουν(ε) | τάγκαραν ταγκάραν(ε) |
θα ταγκάρουν(ε) | να ταγκάρουν(ε) |