↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τένων οἱ τένοντες
      γενική τοῦ τένοντος τῶν τενόντων
      δοτική τῷ τένοντ τοῖς τένουσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν τένοντ τοὺς τένοντᾰς
     κλητική ! τένον τένοντες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τένοντε
γεν-δοτ τοῖν  τενόντοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'γέρων' όπως «γέρων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τένων < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τένων, -οντος αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία