σῖξις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | σῖξῐς | αἱ | σίξεις |
γενική | τῆς | σίξεως | τῶν | σίξεων |
δοτική | τῇ | σίξει | ταῖς | σίξεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | σῖξῐν | τὰς | σίξεις |
κλητική ὦ! | σῖξῐ | σίξεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σίξει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | σιξέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σῖξις < σίζω
Ουσιαστικό
επεξεργασίασῖξις, -εως θηλυκό
- συριστικός ήχος που δημιουργείται όταν καυτό μέταλλο τοποθετηθεί στο νερό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη σίζω
Πηγές
επεξεργασία- σῖξις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.