ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ σωματοτροφεῖον τὰ σωματοτροφεῖ
      γενική τοῦ σωματοτροφείου τῶν σωματοτροφείων
      δοτική τῷ σωματοτροφεί τοῖς σωματοτροφείοις
    αιτιατική τὸ σωματοτροφεῖον τὰ σωματοτροφεῖ
     κλητική ! σωματοτροφεῖον σωματοτροφεῖ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σωματοτροφείω
γεν-δοτ τοῖν  σωματοτροφείοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σωματοτροφεῖον (ελληνιστική κοινή) < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σωματοτροφεῖον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

επεξεργασία