σωματοτροφεῖον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | σωματοτροφεῖον | τὰ | σωματοτροφεῖᾰ | ||||
γενική | τοῦ | σωματοτροφείου | τῶν | σωματοτροφείων | ||||
δοτική | τῷ | σωματοτροφείῳ | τοῖς | σωματοτροφείοις | ||||
αιτιατική | τὸ | σωματοτροφεῖον | τὰ | σωματοτροφεῖᾰ | ||||
κλητική ὦ! | σωματοτροφεῖον | σωματοτροφεῖᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σωματοτροφείω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | σωματοτροφείοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σωματοτροφεῖον (ελληνιστική κοινή) < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίασωματοτροφεῖον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
- ο τόπος όπου κρατούνται οι σκλάβοι
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- σωματοτροφεῖον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.