σωματάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σωματάκι | τα | σωματάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | σωματάκι | τα | σωματάκια |
κλητική | σωματάκι | σωματάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σωματάκι < σώμα + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
επεξεργασίασωματάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του σώμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία σωματάκι
|