Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σωληνοκάβουρας οι σωληνοκάβουρες
      γενική του σωληνοκάβουρα των (σωληνοκάβουρων)
    αιτιατική τον σωληνοκάβουρα τους σωληνοκάβουρες
     κλητική σωληνοκάβουρα σωληνοκάβουρες
Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη.
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
σωληνοκάβουρας

  Ετυμολογία επεξεργασία

σωληνοκάβουρας < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σωληνοκάβουρας αρσενικό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία