σωβινιστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σωβινιστής < (λόγιο δάνειο) γαλλική chauviniste < chauvin < Nicolas Chauvin (Νικολά Σωβέν)
Ουσιαστικό
επεξεργασίασωβινιστής αρσενικό (θηλυκό σωβινίστρια)
- άλλη μορφή του σοβινιστής
Συγγενικά
επεξεργασία- σωβινιστικά
- σωβινιστικός
- → δείτε τις λέξεις σωβινισμός και σοβινισμός
Μεταφράσεις
επεξεργασία σωβινιστής
|