σχολιανά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | σχολιανά | ||
γενική | των | σχολιανών | ||
αιτιατική | τα | σχολιανά | ||
κλητική | σχολιανά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σχολιανά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου σχολιανός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sxo.ʎaˈna/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σχο‐λια‐νά
Ουσιαστικό
επεξεργασίασχολιανά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (προφορικό) μόνο στη φράση: ακούω τα σχολιανά μου
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σχολιανά
|