σχεδιαστήριο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασχεδιαστήριο ουδέτερο
- ο χώρος σχεδιασμού αρχιτεκτονικού βιομηχανικού η γραφιστικού σχεδίου
- το έπιπλο σχεδιασμού
Μεταφράσεις
επεξεργασία σχεδιαστήριο
σχεδιαστήριο ουδέτερο