σφυράκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σφυράκι | τα | σφυράκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | σφυράκι | τα | σφυράκια |
κλητική | σφυράκι | σφυράκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σφυράκι < σφυρ(ί) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
επεξεργασίασφυράκι ουδέτερο
- (εργαλείο) υποκοριστικό του σφυρί
Μεταφράσεις
επεξεργασία σφυράκι