σφραγιδομάνι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σφραγιδομάνι | τα | σφραγιδομάνια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | σφραγιδομάνι | τα | σφραγιδομάνια |
κλητική | σφραγιδομάνι | σφραγιδομάνια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασφραγιδομάνι ουδέτερο
- (προφορικό) γραφειοκρατική κυριαρχία που εκδηλώνεται με χρήση πολλών σφραγίδων και σφραγισμάτων σε έγγραφα
- ※ Λαμβάνω μια δεύτερη επιστολή με άπειρο σφραγιδομάνι από το τελωνείο Πειραιά. Κλήση για απολογία και μήνυση. (www.lifo.gr, 23.06.2011)
Μεταφράσεις
επεξεργασία σφραγιδομάνι
|