σφραγιδοκράτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σφραγιδοκράτης < σφραγίδ(α) + -ο- + -κράτης
Ουσιαστικό
επεξεργασίασφραγιδοκράτης αρσενικό
- (σπάνιο) κάποιος που είναι υπεύθυνος για τις σφραγίδες και εν γένει για τη γραφειοκρατία
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σφραγιδοκράτης
|