↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σφαλερίτης οι σφαλερίτες
      γενική του σφαλερίτη των σφαλεριτών
    αιτιατική τον σφαλερίτη τους σφαλερίτες
     κλητική σφαλερίτη σφαλερίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σφαλερίτης < (μαρτυρείται από το 1885)[1] < λόγιο ενδογενές δάνειο: λόγιο δάνειο από τη γερμανική Sphalerit

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σφαλερίτης αρσενικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 971, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου