σφαλερίτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σφαλερίτης < (μαρτυρείται από το 1885)[1] < λόγιο ενδογενές δάνειο: λόγιο δάνειο από τη γερμανική Sphalerit
Ουσιαστικό
επεξεργασίασφαλερίτης αρσενικό
- (ορυκτολογία) ορυκτό του ψευδαργύρου το οποίο αποτελεί το κύριο μετάλλευμα του ψευδαργύρου
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σφαλερίτης
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 971, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
Πηγές
επεξεργασία- σφαλερίτης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- σφαλερίτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας